ὑποψία

ὑποψία
ὑποψίᾱ , ὑποψία
suspicion
fem nom/voc/acc dual
ὑποψίᾱ , ὑποψία
suspicion
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποψία — η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α [ὕποπτος] το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ὑποψίᾳ — ὑποψίαι , ὑποψία suspicion fem nom/voc pl ὑποψίᾱͅ , ὑποψία suspicion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποψία — η το να υποπτεύεται κανείς κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, αμφιβολία με ανησυχία, υπόνοια: Αυτός συγκεντρώνει τις υποψίες για το έγκλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπόψια — ὑπόψιος viewed from beneath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίας — ὑποψίᾱς , ὑποψία suspicion fem acc pl ὑποψίᾱς , ὑποψία suspicion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίαι — ὑποψία suspicion fem nom/voc pl ὑποψίᾱͅ , ὑποψία suspicion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίαν — ὑποψίᾱν , ὑποψία suspicion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψιῶν — ὑποψία suspicion fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίαις — ὑποψία suspicion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίην — ὑποψία suspicion fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”